- κηροπαγής
- κηροπαγής, -ές (Α)1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί2. κατασκευασμένος με κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -παγής (< θ. παγ- τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-πάγ-ην), πρβλ. δορυ-παγής, προσωπο-παγής].
Dictionary of Greek. 2013.